- κοφίνους
- κόφινοςbasketmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλάσμα — Σχέση μεγεθών ή τμήμα μιας μονάδας που έχει διαιρεθεί σε ίσα μέρη. Παριστάνεται με τη γενική μορφή όπου α και β (όροι του κ.) είναι φυσικοί αριθμοί. Για παράδειγμα, , , (γνήσια κ.), , (καταχρηστικά κ.). Ο β (παρονομαστής),που μπορεί να είναι… … Dictionary of Greek
κόφινος — ο (Α κόφινος) μεγάλο καλάθι, κοφίνι («οὔπω νοεῑτε, οὐδὲ μνημονεύετε τοὺς πέντε ἄρτους τῶν πεντακισχιλίων καιὶ πόσους κοφίνους ἐλάβετε;», ΚΔ) αρχ. βοιωτικό μέτρο χωρητικότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., την οποία με… … Dictionary of Greek
παρομοιώνω — παρομοιῶ, όω ΝΜΑ [παρόμοιος] θεωρώ ή παριστάνω κάτι ως όμοιο με άλλο, συγκρίνω, παραβάλλω, παρομοιάζω, εικονίζω με σύγκριση (α. «επειδή ήτο κάπως... στρογγύλη το σώμα, τὴν παρομοίωσαν με τους χονδρούς κοφίνους», Παπαδ. β. «παρομοιοῡν τινά τινι»,… … Dictionary of Greek